ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Από μικρό παιδί είχα μία ευλάβεια προς την Εκκλησία, πράγμα που παραδόξως αποδέχτηκε και σεβάστηκε ο πατέρας μου, αν και δεν ήταν καθόλου θρησκευόμενος. Μου επέτρεπε να ασχολούμαι με την θεία Λατρεία. Αν και τα άλλα αδέλφια μου, ακόμα και την Κυριακή, τα έστελνε στις απαραίτητες αγροτικές εργασίες, εμένα μου επέτρεπε να εκκλησιάζομαι και να βοηθώ στο ψαλτήρι. Προκειμένου να μάθω βυζαντινή μουσική η οποία μου άρεσε πάρα πολύ, είχα την άδειά του να πηγαίνω μερικά βράδια την εβδομάδα στο Λευκόνοικο, όπου ήταν το Γυμνάσιο, πέντε χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου, πράγμα επικίνδυνο τότε για έναν δεκαεξαετή.
Η μητέρα μου, η γιαγιά μου και οι θείες μου έτρεφαν ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον Θεό. Αυτό επηρέασε και εμένα αναμφίβολα. Ο ιερέας του χωριού μου ήταν απλός, ανεπιτήδευτος, με αγάπη και λειτουργικότητα, με σοβαρότητα και προσεκτική ζωή. Έδειχνε πολλή αγάπη προς το πρόσωπό μου, γι’ αυτό αργότερα με προώθησε και στην Ιερατική Σχολή. Δειλιούσα στην σκέψη της ιεροσύνης αναλογιζόμενος από την μια το μέγεθός της και από την άλλη την αναξιότητά μου. Μία φορά όμως, όταν τελείωσα το μάθημα της βυζαντινής μουσικής, μου λέγει ο δάσκαλος: “Δεν έρχεσαι να σε κάνουμε διάκο εδώ στο Λευκόνοικο που θέλουμε ένα διάκο”; Μόλις μου το είπε αυτό, άναψε μία φωτιά μέσα στην καρδιά μου να διακονήσω την Εκκλησία του Χριστού. Αλλά πώς να το πω στον πατέρα μου; Αν όμως κάτι είναι εκ Θεού, γίνεται, όσο και αν αυτό φαίνεται δύσκολο ή αδύνατο λογικά. Η θεία μου, στην οποία αποκάλυψα το μυστικό μου, το είπε στον πατέρα μου, και αυτός προς έκπληξη όλων μας είπε: “Χρειάζονται χρήματα οι σπουδές αυτές, αλλά ας πάει”. […]
(Από την εισαγωγή της έκδοσης)