«Την Μεγάλη Παρασκευή (1962), μετά την ακολουθία του Επιταφίου στην Εκκλησία του χωριού και την λιτανεία, ανηφόρισαν για τις Καρυές τρείς γυναίκες και έξι άνδρες να ψάλλουν τα Εγκώμια ενώπιον των λειψάνων των νεοφανών Μαρτύρων για να μην τους αφήσουν μονάχους, όπως έλεγαν.
»Εκεί που έψελναν τα Εγκώμια (στο εκκλησέλι), ακούγεται ξαφνικά μια βοή δυνατού ανέμου. Νομίσαμε ότι θα έπαιρνε τη στέγη αυτή η δυνατή βοή. Βγαίνει ο Δούκας έξω, δεν βλέπει τίποτα, όλα καλά. Έξω είχε ησυχία, φύλλο δεν κουνιόταν… Ο δεύτερος ήχος που ακούστηκε ήταν σαν το βουητό που κάνουν σμήνη από πολλά μελίσσια… Η τρίτη βοή σου έδινε την εντύπωση ότι άκουγες πολλούς καταρράκτες να πέφτουν με πάταγο στη γη. Την ίδια στιγμή… ακούστηκαν φωνές απέξω, είδαμε κι έφτασε η φωτιά μέχρι την ξύλινη εκκλησούλα. Το ζωντάνεμα των μαρτυρίων των Αγίων μας έκανε να λυγίσουν τα γόνατά μας και να τρέμουμε.
»Οι άνδρες από το Ιερό έβλεπαν τα μαρτύρια, μέσα από το παραθυρέλι… Οι γυναίκες κρατιόμαστε από το στύλο στο μέσο της εκκλησούλας. Να βλέπεις… ανάποδα δεμένο στην καρυδιά τον άγιο Ραφαήλ, να τον πριονίζουν κάτω από το σαγόνι του και στο τέλος να τον αποκεφαλίζουν! Το διάκονο Νικόλαο να τον χτυπούν αλύπητα… Την αγία Ειρήνη να της πριονίζουν το χέρι και το πόδι και να την καίνε στο πιθάρι. Η καρδιά μας φτεροκοπούσε από την αγωνία… το ξημέρωμα σταμάτησαν όλα αυτά, ο Ελληνομαρικανός (που τους προέτρεψε να ξαγρυπνήσουν)… μας λέει: «Εγώ σας πήρα στο λαιμό μου. Τουλάχιστον να φύγουμε ζωντανοί». ήταν τόσο ζωντανά αυτά που βλέπαμε, που νομίσαμε ότι θα ερχόταν και η σειρά μας να μαρτυρήσουμε».
Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης