ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ὅταν πλησίασα τό τελευταῖο κρεβάτι τοῦ θαλάμου πρός τήν ἔξοδο τοῦ θαλάμου, ἄκουσα νά μέ φωνάζουν μέ τὄνομά μου. Ἐγύρισα καί εἶδα κατάκοιτο τόν γνωστό μου γαλακτοπώλη μέ ἀρκετά ἀκίνητα καί οἰκόπεδα στή γειτονιά μας.
-κ. Μ., εἶναι γνωστός σου ὁ μεγάλος αὐτός ἄνθρωπος;
-Ποιός ἄνθρωπος;
-Αὐτός ποὖχες τώρα ἐπισκεφθῆ.
Τοὔ δωκα τήν ἀπάντησι ὅτι μου ἦταν ἀπό χρόνια γνωστός. Τόν χαιρέτησα κι αὐτόν μέ θερμή χειραψία κι ἄφησα τό Νοσοκομεῖο. Ὅμως μ’ ἐντυπωσίασε ὁ χαρακτηρισμός «μεγάλος ἄνθρωπος» γιά τό φίλο Θανάση ἀπό τόν πλούσιο γαλατά μας. Κατά καιρούς τό θυμόμουνα τό περιστατικό. Ὅμως ὁ καλός φίλος Θανάσης σχετικά σύντομα ἄφησε τό μάταιο κόσμο κι ἀναχώρησε γιά τήν πατρίδα τήν τρισποθητή. Τότε ζήτησα νά πληροφορηθῶ μ’ ἐνδιαφέρον μερικά στοιχεῖα ἀπό τή ζωή καί τή δρᾶσι καί τά τέλη τοῦ ἀειμνήστου, πού δικαιώνουν πέρα γιά πέρα τό χαρακτηρισμό «μεγάλος ἄνθρωπος». Κι αὐτά εἶπα νά τολμήσω νά τά κάμω γνωστά στήν ἀγάπη σας, μέ βεβαιότητα πώς θά βροῦν ἀπό μέρους σας ἀνταπόκρισι βέβαια, γιά τόν ἔμφυτο πόθο τοῦ κάθε σωστοῦ ἀνθρώπου γιά τή μεγαλωσύνη, πού γιά δαύτη πλάστηκε ἀπό τόν μόνο Μεγάλο Θεό, πού μᾶς ἐδημιούργησε εἰκόνα του ζωντανή, πού νοσταλγεῖ βαθιά τήν ὁμοίωσί της μέ τόν μεγάλο Δημιουργό μας, πού τά ἔργα του ὅλα, κι ἐξαιρετικά τόν ἄνθρωπο, τά ἔκαμε «καλά λίαν» (Γεν. α΄ 31).