Ο κυρ-Νίκος ήταν μεγάλος άνθρωπος. Μέσα από μία ογδονταπεντάχρονη ζωή, έφτασε σε ένα αίσιο τέρμα, αγαπώντας τον λόγο, αλλά κυρίως τον Λόγο, και τους φίλους του λόγου και των γραμμάτων και του Χριστού, δηλαδή τους αγίους, τους μοναχούς και oποιονδήποτε άλλον… (από τον πρόλογο).
Ὁ κύρ-Νίκος γύρω στά ἑβδομήντα κάτασπρος, πέφτει στά γόνατα, ὁ Γέροντας κοντά στά ἑξήντα λιωμένος ἀπό τήν ἄσκηση. Ἀλληλοασπάζονται καί ὁ Γέροντας τόν σηκώνει. «Ἦρθα μόνο νά πάρω τήν εὐχή σας», λέει ὁ κύρ-Νίκος καί φιλάει τό ροζιασμένο ἀπό τίς μετάνοιες χέρι. Καί φεύγει μέ τό ἴδιο ταξί πού περίμενε μισθωμένο στόν περίβολο τῆς Μονῆς. Δέ σᾶς θυμίζει ἡ σκηνή τήν περιγραφή τοῦ Θεόδωρου Ντοστογιέφσκυ στίς πρῶτες σελίδες τῶν Ἀδελφῶν Καραμαζώφ; Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄντρας ἤ γυναίκα, παίρνει τήν εὐχή ἀπό τόν πατερούλη καί αὐτό τοῦ φτάνει. Σήμερα ὁ κύρ-Νίκος εἶναι στόν οὐρανό καί ὁ Γέροντας μέ τή μαρτυρία τῆς προσευχῆς δηλώνει «πρέπει νά εἶσαι πολύ καθαρός γιά νά καταλάβεις τά βρώμικα τοῦ Πεντζίκη».