ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ὁ πανάγαθος Θεός ἀφοῦ δημιούργησε ὅλο τόν ὁρατό κόσμο πού μᾶς περιβάλλει, ἔπλασε τελευταῖο τόν ἄνθρωπο καί τόν τοποθέτησε βασιλιά στό ἀνάκτορο τῆς Δημιουργίας. Ἐπειδή εἶναι «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, εἶναι λογικός καί ἐλεύθερος. Ἔχει νοῦ. Μόνος αὐτός σ’ ὅλη τήν ὁρατή δημιουργία μπορεῖ νά σκέπτεται τόν Δημιουργό του καί ἐπιπλέον νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν παντοδύναμο καί πάνσοφο Δημιουργό, μέ τόν παντέλειο Θεό.
Μετά τήν πτώση μας στήν ἁμαρτία ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας τραυματίσθηκε, ὁ νοῦς σκοτίσθηκε, ἡ σκέψη δέν λειτουργεῖ σωστά, ἡ προσευχή γίνεται δύσκολη. Γι’ αὐτό καί ἡ προσευχή, στά πρῶτα τουλάχιστον στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δέν εἶναι ἀπόλαυση, ὅπως ἦταν ἀπόλαυση ἡ ἐπικοινωνία τῶν πρωτοπλάστων μέ τόν Θεό στόν Παράδεισο. Ἡ προσευχή στήν ἀρχή εἶναι ἀγώνας καί κόπος. Διότι μᾶς προδίδει ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας.
Στίς λίγες σελίδες πού ἀκολουθοῦν θά σταθοῦμε σέ μία ἀπ’ αὐτές τίς δυσκολίες, πού μᾶς ταλαιπωροῦν κατά τήν ἱερή ὥρα τῆς προσευχῆς καί κατεβάζουν τήν ποιότητά της. Εἶναι ἡ συχνή διάσπαση τοῦ νοῦ, πού ὅλοι σέ κάποιο βαθμό τήν ἔχουμε ζήσει. Τήν ὥρα πού προσευχόμαστε, συχνά τό μυαλό μας δέν εἶναι ἐκεῖ. Κάπου ἀλλοῦ ταξιδεύει.